υπερεξαπλούμαι

υπερεξαπλούμαι
-όομαι, Μ [ἐξαπλοῡμαι]
1. απλώνομαι πάρα πολύ
2. μτφ. (για τον θεό) υπερβαίνω τα ανθρώπινα όρια, τις ανθρώπινες δυνάμεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”